- εὐπαθεστέρα
- εὐπαθεστέρᾱ , εὐπαθήςenjoying good thingsfem nom/voc/acc comp dualεὐπαθεστέρᾱ , εὐπαθήςenjoying good thingsfem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐπαθέστερα — εὐπαθής enjoying good things neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαθεστέρας — εὐπαθεστέρᾱς , εὐπαθής enjoying good things fem acc comp pl εὐπαθεστέρᾱς , εὐπαθής enjoying good things fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαθεστέραν — εὐπαθεστέρᾱν , εὐπαθής enjoying good things fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερυσίπελας — Οξεία φλεγμονή του υποδόριου ιστού –και ειδικότερα των λεμφαγγείων του– που προκαλείται από τον αιμολυτικό στρεπτόκοκκο· η φλεγμονή έχει μικρή τάση προς διαπύηση, αλλά σαφώς διεισδυτικό χαρακτήρα, εξαιτίας του οποίου γρήγορα επεκτείνεται και… … Dictionary of Greek
τύφος ή τυφοειδής πυρετός — (Ιατρ.). Οξεία λοιμώδης νόσος, που κατά μέσο όρο διαρκεί 4 5 βδομάδες, με χαρακτήρα ενδημικό επιδημικό. Πρώτη φορά την περιέγραψαν το 1659. Τον υπεύθυνο λοιμώδη παράγοντα ανακάλυψε το 1880 ο Γερμανός γιατρός μικροβιολόγος Καρλ Γιόζεφ Έμπερτ… … Dictionary of Greek